- ἐνείη
- ἐνίημιsend inaor opt act 3rd sgἐνίημιsend inaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυθαρσής — ές, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, μεγάλη αυτοπεποίθηση («εἰ γὰρ νῦν Τρώεσσι μένος πολυθαρσὲς ἐνείη», Ομ. Οδ.) 2. θαρραλέος, γενναίος 3. (για πόλεμο) αυτός που διεξάγεται με μεγάλο θάρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θαρσής (< θάρσος,… … Dictionary of Greek